„exklusiv“: Adjektiv exklusivAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) αποκλειστικός αποκλειστικός exklusiv auch | και, επίσηςa. Rechte exklusiv auch | και, επίσηςa. Rechte