„fahrtüchtig“: Adjektiv fahrtüchtigAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) κατάλληλος για κυκλοφορία, ικανός για οδήγηση κατάλληλος για κυκλοφορία fahrtüchtig Auto fahrtüchtig Auto ικανός για οδήγηση fahrtüchtig Person fahrtüchtig Person