„ικανός“ ικανός [ikaˈnos], ικανή, ικανόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) fähig, potent, tauglich, imstande fähig (για zu) ικανός και με αρνητική σημασία imstande ικανός και με αρνητική σημασία ικανός και με αρνητική σημασία potent ικανός σεξουαλικά ικανός σεξουαλικά tauglich ικανός στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ ικανός στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ examples ικανός για πτήση flugtüchtig ικανός για πτήση ικανός για υπηρεσία diensttauglich ικανός για υπηρεσία ικανός να δράσει handlungsfähig ικανός να δράσει ικανός να κυβερνήσει regierungsfähig ικανός να κυβερνήσει ικανός να τεκνοποιήσει zeugungsfähig ικανός να τεκνοποιήσει ικανός προς εργασία arbeitsfähig ικανός προς εργασία ικανός προς πώληση absetzbar ικανός προς πώληση hide examplesshow examples