auserlesen
Adjektiv | επίθετο, ως επίθετο adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- εκλεκτόςauserlesenauserlesen
- εξαιρετικόςauserlesen Weinet cetera, und so weiter | κ.τ.λ., και τα λοιπά etcauserlesen Weinet cetera, und so weiter | κ.τ.λ., και τα λοιπά etc