„handverlesen“: Adjektiv handverlesenAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) προσεκτικά διαλεγμένος προσεκτικά διαλεγμένος handverlesen Obst, Leute handverlesen Obst, Leute