„Notlage“: Femininum, weiblich NotlageFemininum, weiblich | θηλυκό f <-; -n> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ανάγκη, κατάσταση ανάγκης ανάγκηFemininum, weiblich | θηλυκό f Notlage κατάστασηFemininum, weiblich | θηλυκό f ανάγκης Notlage Notlage