„einverleiben“: transitives Verb einverleibentransitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) προσαρτώ, συσσωματώνω, ενσωματώνω προσαρτώ, συσσωματώνω, ενσωματώνω einverleiben einverleiben