„ενσωματώνω“: μεταβατικό ρήμα ενσωματώνω [ensomaˈtono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) integrieren integrieren (σε in+αιτιατική | +Akkusativ +akk) ενσωματώνω ενσωματώνω