Berechnung
Femininum, weiblich | θηλυκό f <-; -en>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- υπολογισμόςMaskulinum, männlich | αρσενικό mBerechnungBerechnung
- ιδιοτέλειαFemininum, weiblich | θηλυκό fBerechnung in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig pejorativ, abwertend | μειωτικός όροςpejυστεροβουλίαFemininum, weiblich | θηλυκό fBerechnung in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig pejorativ, abwertend | μειωτικός όροςpejBerechnung in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig pejorativ, abwertend | μειωτικός όροςpej