υστεροβουλία
[isterovuˈlia]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Berechnungθηλυκό | Femininum, weiblich fυστεροβουλίαHintergedankeαρσενικό | Maskulinum, männlich mυστεροβουλίαυστεροβουλία