Ansatz
Maskulinum, männlich | αρσενικό mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- προέκτασηFemininum, weiblich | θηλυκό fAnsatz Technik | τεχνικήTECHAnsatz Technik | τεχνικήTECH
- αφετηρίαFemininum, weiblich | θηλυκό fAnsatz AnfangAnsatz Anfang
- σημάδιNeutrum, sächlich | ουδέτερο nAnsatz AnzeichenAnsatz Anzeichen
- προσέγγισηFemininum, weiblich | θηλυκό fAnsatz MethodeAnsatz Methode
examples
- im Ansatzστο πρώτο στάδιο