Aufklärung
Femininum, weiblich | θηλυκό f <->Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- εξήγησηFemininum, weiblich | θηλυκό fAufklärung ProblemδιασαφήνισηFemininum, weiblich | θηλυκό fAufklärung ProblemAufklärung Problem
- διαλεύκανσηFemininum, weiblich | θηλυκό fAufklärung VerbrechenAufklärung Verbrechen
- πληροφόρησηFemininum, weiblich | θηλυκό fAufklärung InformationενημέρωσηFemininum, weiblich | θηλυκό fAufklärung InformationδιαφώτισηFemininum, weiblich | θηλυκό fAufklärung InformationAufklärung Information
- σεξουαλική διαπαιδαγώγησηFemininum, weiblich | θηλυκό fAufklärung sexuelleAufklärung sexuelle
- ανίχνευσηFemininum, weiblich | θηλυκό fAufklärung Militär, militärisch | στρατιωτικός όροςMILαναγνώρισηFemininum, weiblich | θηλυκό fAufklärung Militär, militärisch | στρατιωτικός όροςMILAufklärung Militär, militärisch | στρατιωτικός όροςMIL
- ΔιαφωτισμόςMaskulinum, männlich | αρσενικό mAufklärung Geschichte | ιστορίαHIST Philosophie | φιλοσοφίαPHILAufklärung Geschichte | ιστορίαHIST Philosophie | φιλοσοφίαPHIL