Untersuchung
Femininum, weiblich | θηλυκό f <-; -en>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- εξέτασηFemininum, weiblich | θηλυκό fUntersuchung auch | και, επίσηςa. Medizin | ιατρικήMEDUntersuchung auch | και, επίσηςa. Medizin | ιατρικήMED
- μελέτηFemininum, weiblich | θηλυκό fUntersuchung AbhandlungUntersuchung Abhandlung
- έρευναFemininum, weiblich | θηλυκό fUntersuchung Rechtswesen | νομικός όροςJURUntersuchung Rechtswesen | νομικός όροςJUR