εξήγηση
[eˈksijisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Erklärungθηλυκό | Femininum, weiblich fεξήγησηεξήγηση
- Erläuterungθηλυκό | Femininum, weiblich fεξήγηση σχόλιο, παρατήρησηεξήγηση σχόλιο, παρατήρηση