„διαλεύκανση“: θηλυκό διαλεύκανση [ðiaˈlefkansi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Aufklärung Aufklärungθηλυκό | Femininum, weiblich f διαλεύκανση διαλεύκανση