αφετηρία
[afetiˈria]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Ausgangspunktαρσενικό | Maskulinum, männlich mαφετηρίααφετηρία
- Startlinieθηλυκό | Femininum, weiblich fαφετηρία αθλητισμός | Sportαθλαφετηρία αθλητισμός | Sportαθλ