Absatz
Maskulinum, männlich | αρσενικό mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- πλατύσκαλοNeutrum, sächlich | ουδέτερο nAbsatz TreppenabsatzAbsatz Treppenabsatz
- τακούνιNeutrum, sächlich | ουδέτερο nAbsatz SchuhabsatzAbsatz Schuhabsatz
- πωλήσειςFemininum Plural | πληθυντικός θηλυκού fplAbsatz Wirtschaft | οικονομίαWIRTSCHAbsatz Wirtschaft | οικονομίαWIRTSCH
- παράγραφοςFemininum, weiblich | θηλυκό fAbsatz Text Rechtswesen | νομικός όροςJURAbsatz Text Rechtswesen | νομικός όροςJUR