τακούνι
[taˈkuni]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- τακούνι μπόταςStiefelabsatzαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- τακούνι παπουτσιούSchuhabsatzαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- τακούνι πλατφόρμαPlateausohleθηλυκό | Femininum, weiblich fKeilabsatzαρσενικό | Maskulinum, männlich m