„Distanzwaffe“: Femininum, weiblich DistanzwaffeFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) όπλο μεγάλου βεληνεκούς όπλοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n μεγάλου βεληνεκούς Distanzwaffe Distanzwaffe