λέιζερ
[ˈleizer]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Laserαρσενικό | Maskulinum, männlich mλέιζερλέιζερ
examples
- θεραπείαθηλυκό | Femininum, weiblich f (με) λέιζερLasertherapieθηλυκό | Femininum, weiblich f
- τεχνολογίαθηλυκό | Femininum, weiblich f λέιζερLasertechnologieθηλυκό | Femininum, weiblich f