„ψήνομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα ψήνομαι [ˈpsinome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) gebraten/gebacken werden, reifen, verglühen gebraten/gebacken werden ψήνομαι φαγητό ψήνομαι φαγητό reifen ψήνομαι ωριμάζω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ ψήνομαι ωριμάζω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ verglühen ψήνομαι καίγομαι μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ ψήνομαι καίγομαι μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ examples ψήνομαι στον πυρετό vor Fieber glühen ψήνομαι στον πυρετό ψήνομαι στον ήλιο braten ψήνομαι στον ήλιο