„reifen“: intransitives Verb reifenintransitives Verb | αμετάβατο ρήμα v/iauch | και, επίσης a. in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ωριμάζω, γίνομαι, ωριμάζω ωριμάζω reifen reifen γίνομαι, ωριμάζω reifen Obst reifen Obst
„Reifen“: Maskulinum, männlich ReifenMaskulinum, männlich | αρσενικό m <-s; -> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) λάστιχο, ρόδα λάστιχοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Reifen Auto | αυτοκίνητοAUTO ρόδαFemininum, weiblich | θηλυκό f Reifen Auto | αυτοκίνητοAUTO Reifen Auto | αυτοκίνητοAUTO