„ήλιο“: ουδέτερο ήλιο [ˈilio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Helium Heliumουδέτερο | Neutrum, sächlich n ήλιο χημεία | Chemieχημ ήλιο χημεία | Chemieχημ