„χρονικός“ χρονικός [xroniˈkos], χρονική, χρονικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) zeitlich, Zeit- zeitlich, Zeit- χρονικός χρονικός examples χρονική διάρκειαθηλυκό | Femininum, weiblich f ισχύος Laufzeitθηλυκό | Femininum, weiblich f χρονική διάρκειαθηλυκό | Femininum, weiblich f ισχύος χρονική πρότασηθηλυκό | Femininum, weiblich f Temporalsatzαρσενικό | Maskulinum, männlich m χρονική πρότασηθηλυκό | Femininum, weiblich f χρονικό διάστημαουδέτερο | Neutrum, sächlich n Spanneθηλυκό | Femininum, weiblich f Zeitraumαρσενικό | Maskulinum, männlich m χρονικό διάστημαουδέτερο | Neutrum, sächlich n χρονικός περιορισμόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m Zeitlimitουδέτερο | Neutrum, sächlich n χρονικός περιορισμόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m hide examplesshow examples