„Spanne“: Femininum, weiblich SpanneFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) χρονικό διάστημα, περιθώριο χρονικό διάστημαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Spanne Spanne περιθώριοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Spanne Handel Spanne Handel