„χιονοστιβάδα“: θηλυκό χιονοστιβάδα [çonostiˈvaða]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Lawine (Schnee-)Lawineθηλυκό | Femininum, weiblich f χιονοστιβάδα χιονοστιβάδα