„Lawinenunglück“: Neutrum, sächlich LawinenunglückNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) δυστύχημα από χιονοστιβάδα δυστύχημαFemininum, weiblich | θηλυκό f από χιονοστιβάδα Lawinenunglück Lawinenunglück