δυστύχημα
[ðisˈtiçima]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Unglückουδέτερο | Neutrum, sächlich nδυστύχημα απρόσμενη συμφοράδυστύχημα απρόσμενη συμφορά
- Unfallαρσενικό | Maskulinum, männlich mδυστύχημα ατύχημαδυστύχημα ατύχημα
examples
- δυστύχημα από χιονοστιβάδαLawinenunglückουδέτερο | Neutrum, sächlich n