χημικός
[çimiˈkos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, χημική, χημικόOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- chemischχημικόςχημικός
examples
- χημικά προϊόνταπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplChemikalienπληθυντικός | Plural pl
-
χημικός
[çimiˈkos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Chemikerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fχημικόςχημικός
examples
- χημικός τροφίμωνLebensmittelchemikerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f