„chemisch“: Adjektiv chemischAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) χημικός χημικός chemisch chemisch examples chemische Reinigung στεγνό καθάρισμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n chemische Reinigung chemisches Element χημικό στοιχείοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n chemisches Element