„χαλύβδινος“ χαλύβδινος [xaˈlivðinos], χαλύβδινη, χαλύβδινοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) stählern, Stahl-, eisern, aus Stahl stählern, Stahl- χαλύβδινος χαλύβδινος eisern χαλύβδινος θέληση χαλύβδινος θέληση aus Stahl χαλύβδινος νεύρα χαλύβδινος νεύρα examples χαλύβδινη δοκόςθηλυκό | Femininum, weiblich f Stahlträgerαρσενικό | Maskulinum, männlich m χαλύβδινη δοκόςθηλυκό | Femininum, weiblich f χαλύβδινο κράνοςουδέτερο | Neutrum, sächlich n Stahlhelmαρσενικό | Maskulinum, männlich m χαλύβδινο κράνοςουδέτερο | Neutrum, sächlich n