κράνος
[ˈkranos]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Helmαρσενικό | Maskulinum, männlich mκράνοςκράνος
examples
- κράνος ποδηλάτηFahrradhelmαρσενικό | Maskulinum, männlich m