δοκός
[ðoˈkos]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Balkenαρσενικό | Maskulinum, männlich mδοκόςδοκός
examples
- δοκός ισορροπίας αθλητισμός | SportαθλSchwebebalkenαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- δοκός οροφήςDeckenbalkenαρσενικό | Maskulinum, männlich m