φωσφορίζων
[fosfoˈrizon], φοσφωρίζουσα, φοσφωρίζονεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- phosphoreszierendφωσφορίζωνφωσφορίζων
examples
- φωσφορίζον μαρκαδόροςαρσενικό | Maskulinum, männlich m υπογράμμισηςMarkierstiftαρσενικό | Maskulinum, männlich mLeuchtmarkerαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- φωσφορίζον στοιχείοουδέτερο | Neutrum, sächlich nLeuchtzifferθηλυκό | Femininum, weiblich f
- φωσφορίζον χρώμαουδέτερο | Neutrum, sächlich nLeuchtfarbeθηλυκό | Femininum, weiblich f