μαρκαδόρος
[markaˈðoros]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Filzstiftαρσενικό | Maskulinum, männlich mμαρκαδόροςμαρκαδόρος
examples
- μαρκαδόρος λεπτής γραφήςFinelinerαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- μαρκαδόρος υπογράμμισηςMarkierstiftαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- μαρκαδόρος υπογράμμισηςMarkerαρσενικό | Maskulinum, männlich m