φασαρία
[fasaˈria]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Lärmαρσενικό | Maskulinum, männlich mφασαρία θόρυβοςKrachαρσενικό | Maskulinum, männlich mφασαρία θόρυβοςφασαρία θόρυβος
- Aufregungθηλυκό | Femininum, weiblich fφασαρία αναστάτωσηWirbelαρσενικό | Maskulinum, männlich mφασαρία αναστάτωσηφασαρία αναστάτωση
- Streitαρσενικό | Maskulinum, männlich mφασαρία καβγάςφασαρία καβγάς
examples
- φασαρίεςπληθυντικός | Plural plÄrgerαρσενικό | Maskulinum, männlich mScherereienπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl
-
hide examplesshow examples