„Streit“: Maskulinum, männlich StreitMaskulinum, männlich | αρσενικό m <-(e)s; -e> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) καβγάς, φιλονικία, έριδα, διένεξη καβγάςMaskulinum, männlich | αρσενικό m Streit φιλονικίαFemininum, weiblich | θηλυκό f Streit έριδαFemininum, weiblich | θηλυκό f Streit διένεξηFemininum, weiblich | θηλυκό f Streit Streit