Greek-German translation for "φαρμακευτικός"

"φαρμακευτικός" German translation

φαρμακευτικός
[farmakjeftiˈkos], φαρμακευτική, φαρμακευτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj

Overview of all translations

(For more details, click/tap on the translation)

  • pharmazeutisch
    φαρμακευτικός σχετικός με τη φαρμακευτική
    φαρμακευτικός σχετικός με τη φαρμακευτική
  • Arznei-, medikamentös
    φαρμακευτικός σχετικός με φάρμακα
    φαρμακευτικός σχετικός με φάρμακα
  • Heil-
    φαρμακευτικός θεραπευτικός
    φαρμακευτικός θεραπευτικός
examples
  • φαρμακευτικό προϊόνουδέτερο | Neutrum, sächlich n
    Arzneiθηλυκό | Femininum, weiblich f
    Pharmaproduktουδέτερο | Neutrum, sächlich n
    φαρμακευτικό προϊόνουδέτερο | Neutrum, sächlich n
  • φαρμακευτικό φυτόουδέτερο | Neutrum, sächlich n
    Arzneipflanzeθηλυκό | Femininum, weiblich f
    φαρμακευτικό φυτόουδέτερο | Neutrum, sächlich n

Tell us what you think!

Do you like the Langenscheidt online dictionary?

Many thanks for your review!

Do you have any feedback regarding our online dictionaries?

Is a translation missing, have you noticed a mistake, or do you just want to leave some positive feedback? Please fill out the feedback form. Giving an email address is optional and, under our privacy policy, used only to handle your enquiry.

Please confirm you are human by ticking the checkbox.*

*Mandatory field

Please fill in the fields marked *.

Thank you for your feedback!

Visit us at: