„υψηλότερος“ υψηλότερος [ipsiˈloteros], υψηλότερη, υψηλότεροεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) höchste, Höchst- höchste(r, s), Höchst- υψηλότερος υψηλότερος examples υψηλότερη προσφοράθηλυκό | Femininum, weiblich f τιμής Höchstgebotουδέτερο | Neutrum, sächlich n υψηλότερη προσφοράθηλυκό | Femininum, weiblich f τιμής υψηλότερος από όλους allerhöchste(r, s) υψηλότερος από όλους υψηλότερος βαθμόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m Höchstmaßουδέτερο | Neutrum, sächlich n υψηλότερος βαθμόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m υψηλότερος κατά μία βαθμίδα nächsthöher υψηλότερος κατά μία βαθμίδα hide examplesshow examples