„βαθμίδα“: θηλυκό βαθμίδα [vaθˈmiða]θηλυκό | Femininum, weiblich fκαι | und κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Stufe, Rang, Grad Stufeθηλυκό | Femininum, weiblich f βαθμίδα βαθμίδα Rangαρσενικό | Maskulinum, männlich m βαθμίδα στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ Gradαρσενικό | Maskulinum, männlich m βαθμίδα στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ βαθμίδα στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ