„nächsthöher“: Adjektiv nächsthöherAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) υψηλότερος κατά μία βαθμίδα υψηλότερος κατά μία βαθμίδα nächsthöher nächsthöher