υγειονομικός
[ijionomiˈkos], υγειονομική, υγειονομικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- υγειονομικές αρχέςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplGesundheitsbehördenπληθυντικός | Plural pl
- υγειονομική περίθαλψηθηλυκό | Femininum, weiblich fGesundheitsfürsorgeθηλυκό | Femininum, weiblich f
hide examplesshow examples