Musterung
Femininum, weiblich | θηλυκό f <-; -en>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- υγειονομική εξέτασηFemininum, weiblich | θηλυκό fMusterung Militär, militärisch | στρατιωτικός όροςMILMusterung Militär, militärisch | στρατιωτικός όροςMIL