περίθαλψη
[peˈriθalpsi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- περίθαλψη
- Krankenpflegeθηλυκό | Femininum, weiblich fπερίθαλψη ιατρικήπερίθαλψη ιατρική
examples
- ασφάλισηθηλυκό | Femininum, weiblich f ιατροφαρμακευτικής περίθαλψηςKrankenversicherungθηλυκό | Femininum, weiblich f