„τύφλα“: θηλυκό τύφλα [ˈtifla]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Blindheit Blindheitθηλυκό | Femininum, weiblich f τύφλα τύφλα examples στα τύφλα blindlings, auf gut Glück στα τύφλα τύφλα στο μεθύσι sturzbetrunken τύφλα στο μεθύσι τύφλα στο μεθύσι οικείο | umgangssprachlichοικ stockbesoffen τύφλα στο μεθύσι οικείο | umgangssprachlichοικ