μεθύσι
[meˈθisi]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Trunkenheitθηλυκό | Femininum, weiblich fμεθύσι από οινόπνευμαμεθύσι από οινόπνευμα
- Suffαρσενικό | Maskulinum, männlich mμεθύσι οικείο | umgangssprachlichοικμεθύσι οικείο | umgangssprachlichοικ
- Rauschαρσενικό | Maskulinum, männlich mμεθύσι μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφμεθύσι μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ