„τυχερός“ τυχερός [tiçeˈros], τυχερή, τυχερόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Glück bringend, Glücks- Glück bringend, Glücks- τυχερός τυχερός examples είμαι τυχερός Glück haben είμαι τυχερός τυχερέ! du Glücklicher! τυχερέ! ήσουν όμως τυχερός! da hast du aber Glück ήσουν όμως τυχερός! ήσουν όμως τυχερός! οικείο | umgangssprachlichοικ Schwein gehabt ήσουν όμως τυχερός! οικείο | umgangssprachlichοικ τυχερή δεκάραθηλυκό | Femininum, weiblich f Glückspfennigαρσενικό | Maskulinum, männlich m τυχερή δεκάραθηλυκό | Femininum, weiblich f τυχερή ημέραθηλυκό | Femininum, weiblich f Glückstagαρσενικό | Maskulinum, männlich m τυχερή ημέραθηλυκό | Femininum, weiblich f τυχερό σουτουδέτερο | Neutrum, sächlich n Glückstrefferαρσενικό | Maskulinum, männlich m τυχερό σουτουδέτερο | Neutrum, sächlich n τυχερός αριθμόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m Glückszahlθηλυκό | Femininum, weiblich f τυχερός αριθμόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m hide examplesshow examples