δεκάρα
[ðeˈkara]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Zehn-Cent-Stückουδέτερο | Neutrum, sächlich nδεκάραδεκάρα
- Pfennigαρσενικό | Maskulinum, männlich mδεκάρα μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφδεκάρα μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ