τυπογραφικός
[tipoɣrafiˈkos], τυπογραφική, τυπογραφικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Druck-τυπογραφικόςτυπογραφικός
- typographischτυπογραφικός σχετικό με τη διάταξη του κειμένουτυπογραφικός σχετικό με τη διάταξη του κειμένου
examples
- τυπογραφική μελάνηθηλυκό | Femininum, weiblich fDruckerschwärzeθηλυκό | Femininum, weiblich f
-
- τυπογραφικό πιεστήριοουδέτερο | Neutrum, sächlich nDruckerpresseθηλυκό | Femininum, weiblich f
hide examplesshow examples