„Druckerpresse“: Femininum, weiblich DruckerpresseFemininum, weiblich | θηλυκό f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) τυπογραφικό πιεστήριο τυπογραφικό πιεστήριοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Druckerpresse Druckerpresse